- επασσυτεροτριβης
- ἐπασσυτεροτριβήςἐπασσῠτερο-τρῐβής2наносящий удар за ударом
(ὀρέγματα χερός Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὀρέγματα χερός Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επασσυτεροτριβής — ἐπασσυτεροτριβής, ές (Α) αυτός που χτυπά αλλεπάλληλα, συνεχώς («ἐπασσυτεροτριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ασσύτερος (πρβλ. επασσύτερος) + τριβής (< τρίβω)] … Dictionary of Greek
ἐπασσυτεροτριβῆ — ἐπασσυτεροτριβής following close one upon another neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπασσυτεροτριβής following close one upon another masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπασσυτεροτριβής following close one upon another masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)